πουρμπουάρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., φιλοδώρημα, μπαξίσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασυνήθεια — κατασυνήθεια, ἡ (Α) πάπ. το συνηθισμένο δώρο, φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ συνήθειαν (το κατά συνηθειαν διδόμενον), πρβλ. πουρμπουάρ < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιει (κανείς)»] … Dictionary of Greek
μπουρμπουάρ — το άκλ. βλ. πουρμπουάρ … Dictionary of Greek
φιλοδώρημα — το, ΝΜ [φιλοδωρῶ] νεοελλ. 1. μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται ως δώρο σε ένα άτομο για υπηρεσία που προσέφερε, πουρμπουάρ 2. φρ. «φιλοδώρημα κατευοδώσεως» (νομ.) το δώρο, που, με ρητή συμφωνία μεταξύ τών μερών κατά τη ναύλωση πλοίου, χορηγείται… … Dictionary of Greek
κέρασμα — το, ατος 1. κένωση κρασιού στα ποτήρια: Είχε αναλάβει το κέρασμα. 2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ: Το γκαρσόνι πήρε δύο ευρώ κέρασμα από την παρέα εκείνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοδώρημα — το, ατος μικρό χρηματικό δώρο που δίνεται για εκδουλεύσεις ή εξυπηρετήσεις, το φίλεμα, το ρεγάλο, το μπαξίσι, το πουρμπουάρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)